(EL) – Ετυμολογικό Λεξικό Χημικών ‘Ορων | Αναστάσιος Βάρβογλης


Snap3.png

Οι περισσότεροι χημικοί όροι που έχουν συγκεντρωθεί προέρχονται από ξένες λέξεις, κυρίως λατινικές, πολλές από τις οποίες έχουν ελληνική προέλευση ή ανάλογη λέξη από κοινή ρίζα. Δεν επιχειρείται η ερμηνεία ή η περιγραφή του όρου, με κάποιες εξαιρέσεις. Επίσης κατ’ εξαίρεση, σε μερικές περιπτώσεις αναπτύσσεται το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο βασίστηκε η δημιουργία της λέξης. Οι λέξεις που ετυμολογούνται ανήκουν και σε ευρύτερα πεδία, όπως την ορυκτολογία, τη βιοχημεία, τη φαρμακολογία και μερικά εμπορικά προϊόντα.
Στο παρόν πόνημα δεν περιλαμβάνονται λέξεις καταφανώς ελληνικής προέλευσης (π.χ. λίθιο, χολίνη), αλλά υπάρχουν μερικοί όροι προερχόμενοι από σχετικά άγνωστες ή με άλλη σημασία αρχαίες ελληνικές (π.χ. κοβάλτιο, θεοβρωμίνη). Όπου ήταν δυνατό, δικαιολογείται το σκεπτικό της εμπειρικής ονομασίας, εφόσον δεν είναι προφανές, ακόμη και για κάποιες κοινές λέξεις-όρους (π.χ. κανόνας, κωδικόνιο).


via ΕΚΠΑ – Τμήμα Χημείας

Advertisement

Leave a comment

Please log in using one of these methods to post your comment:

WordPress.com Logo

You are commenting using your WordPress.com account. Log Out /  Change )

Twitter picture

You are commenting using your Twitter account. Log Out /  Change )

Facebook photo

You are commenting using your Facebook account. Log Out /  Change )

Connecting to %s

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.