Οι περισσότεροι χημικοί όροι που έχουν συγκεντρωθεί προέρχονται από ξένες λέξεις, κυρίως λατινικές, πολλές από τις οποίες έχουν ελληνική προέλευση ή ανάλογη λέξη από κοινή ρίζα. Δεν επιχειρείται η ερμηνεία ή η περιγραφή του όρου, με κάποιες εξαιρέσεις. Επίσης κατ εξαίρεση, σε μερικές περιπτώσεις αναπτύσσεται το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο βασίστηκε η δημιουργία της λέξης. Οι λέξεις που ετυμολογούνται ανήκουν και σε ευρύτερα πεδία, όπως την ορυκτολογία, τη βιοχημεία, τη φαρμακολογία και μερικά εμπορικά προϊόντα.
Στο παρόν πόνημα δεν περιλαμβάνονται λέξεις καταφανώς ελληνικής προέλευσης (π.χ. λίθιο, χολίνη), αλλά υπάρχουν μερικοί όροι προερχόμενοι από σχετικά άγνωστες ή με άλλη σημασία αρχαίες ελληνικές (π.χ. κοβάλτιο, θεοβρωμίνη). Όπου ήταν δυνατό, δικαιολογείται το σκεπτικό της εμπειρικής ονομασίας, εφόσον δεν είναι προφανές, ακόμη και για κάποιες κοινές λέξεις-όρους (π.χ. κανόνας, κωδικόνιο).